- προγραμματιστής
- programmeur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
προγραμματιστής — ο, θηλ. προγραμματίστρια, Ν [προγραμματίζω] 1. αυτός που καταρτίζει πρόγραμμα και, ειδικότερα, ο ειδικός στην κατάρτιση προγραμμάτων για ηλεκτρονικό υπολογιστή 2. φρ. «ηλεκτρονικός προγραμματιστής» ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργάζεται… … Dictionary of Greek
Κρούτζεν, Πάουλ — (Paul Crutzen, Άμστερνταμ 1933 –). Ολλανδός μετεωρολόγος. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και το 1961 προσελήφθη ως προγραμματιστής στο τμήμα μετεωρολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Το 1963 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα… … Dictionary of Greek